- φιγουρίνι
- το, Ν1. εικονογραφημένο περιοδικό μόδας2. μτφ. ωραία και κομψή γυναίκα, ντυμένη σύμφωνα με την μόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < figurino (< figura, πρβλ. φιγούρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιγουρίνι — το (λ. ιταλ.) 1. εικονογραφημένο περιοδικό μόδας (συνήθως γυναικείας), που περιέχει υποδείγματα μοντέρνων φορεμάτων. 2. γυναίκα ωραία και κομψή, ντυμένη σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας: Μ αυτό το φόρεμα είσαι φιγουρίνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φαλντέλα, Τζιοβάνι — (Faldélla, Σαλούτζια 1846 – 1928). Ιταλός συγγραφέας και πολιτικός. Άσκησε για μικρό χρονικό διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά σύντομα αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία και ίδρυσε, το 1869, με τους φίλους του Καμεράνα και… … Dictionary of Greek